- άθαπτος
- και -φτος, -η, -ο (Α ἄθαπτος, -ον) [θάπτω]1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμανεοελλ.1. ακήδευτος2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκεαρχ.ο ανάξιος ταφής.
Dictionary of Greek. 2013.